Αναδημοσίευση από τον Economist
Το ξέσπασμα του COVID-19 εξώθησε τις ανεπτυγμένες οικονομίες να υιοθετήσουν επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές. Στο επίπεδο αυτό, οι G20 έχουν ανακοινώσει επεκτατικά δημοσιονομικά μέτρα της τάξεως των 11 τρις δολαρίων. Τα μέτρα αυτά υποβοηθούν τις επιχειρήσεις να παραμείνουν ενεργές, τους εργαζόμενους να διατηρήσουν τις θέσεις απασχόλησης τους και τις χρηματαγορές να σταθεροποιηθούν. Όμως η δημοσιονομική επέκταση θα διευρύνει τα δημοσιονομικά ελλείμματα τα οποία θα προσεγγίσουν το 17% του ΑΕΠ μεταξύ των χωρών μελών του ΟΟΣΑ. Η διεύρυνση των ελλειμμάτων θα εντείνει τις πιέσεις του δημοσίου χρέους το οποίο θα φθάσει γύρω στο 140% για τις ανεπτυγμένες οικονομίες (περί τα 13.000 δολάρια κατά κεφαλήν) (Βλ. παρακάτω γράφημα).
Στο παρελθόν [Σ.τ.Μ. και ειδικά μετά τις πετρελαϊκές κρίσεις] τα υψηλά επίπεδα χρέους θα είχαν σημάνει συναγερμό μεταξύ των οικονομολόγων οι οποίοι και θα αναζητούσαν ποια από τις χώρες θα αντιμετωπίσει πρώτη μια κρίση χρέους. Όμως, λόγω του COVID-19, οι προοπτικές μιας κρίσης χρέους δεν αποτελούν δημοφιλές θέμα συζήτησης. Δυο παράγοντες το επεξηγούν αυτό. Πρώτον, οι κυβερνήσεις έχουν εξωθήσει τις κεντρικές τους τράπεζες να ασκήσουν επεκτατική νομισματική πολιτική χρηματοδοτώντας τις δημόσιες δαπάνες (‘αγοράζοντας’ δημόσιο χρέος) και δεύτερον, ο χαμηλός πληθωρισμός [Σ.τ.Μ. ή αποπληθωρισμός] σημαίνει ότι το δημόσιο χρέος θα αυξηθεί σε βάθος χρόνου. Η τοποθέτηση του Olivier Blanchard, τέως επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου είναι χαρακτηριστική: “Όταν τα επιτόκια προσεγγίζουν το μηδέν, δεν έχει σημασία αν χρηματοδοτείς τις δημόσιες δαπάνες είτε με χρήμα, είτε με χρέος”. Αυτό δεν αποτέλεσε την κυρίαρχη άποψη στην αρχή της πανδημικής κρίσης καθώς πολλοί θεωρούσαν πως οι περιορισμοί σε αγαθά (και η διάρρηξη των εφοδιαστικών αλυσίδων) θα προκαλούσαν έκρηξη των τιμών. Όμως, όπως διαφαίνεται και στα πιο πρόσφατα στοιχεία, ο πληθωρισμός παραμένει περιορισμένος στις ανεπτυγμένες οικονομίες λόγω της αβεβαιότητας η οποία εξωθεί τους καταναλωτές να αποταμιεύσουν παρά να καταναλώσουν και τις επιχειρήσεις να αναβάλουν τα επενδυτικά τους σχέδια (βλ. παρακάτω γράφημα).
Όπως διαφαίνεται οι κυβερνήσεις δεν ασχολούνται ιδιαίτερα με τα δημοσιονομικά ελλείμματα αλλά θα πρέπει να λάβουν μέτρα για το δημόσιο χρέος. Όμως ακόμα και μετά την πανδημία η λιτότητα δεν μπορεί να αποτελέσει μια αξιόπιστη επιλογή. Επιπρόσθετα η (μελλοντική) υιοθέτηση περιοριστικών μέτρων συνεπάγεται σημαντικές απώλειες πολιτικού κεφαλαίου για τις κυβερνήσεις εξωθώντας τους πολίτες να ασκήσουν κριτική στον τρόπο διαχείρισης της πανδημίας. Παράλληλα η πανδημική κρίση έδειξε ότι η υποεπένδυση στις δημόσιες υπηρεσίες (όπως ο υγειονομικός τομέας) είχε οδυνηρά αποτελέσματα. Από την πλευρά των δημοσίων εσόδων, η αύξηση των φόρων είναι ένα πιθανό σενάριο αλλά οι αυξήσεις αυτές δεν μπορούν να αντισταθμίσουν τις απώλειες σε επίπεδο δαπανών. Επιπρόσθετα οι πτωχεύσεις κρατών δεν είναι ένα πιθανό σενάριο καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα βοηθήσει τις οικονομίες της Ευρωζώνης να μην βυθιστούν στο χρέος. Μετά την πανδημία αν η ονομαστική μεγέθυνση παραμένει υψηλότερη από τα επιτόκια, η πίεση του χρέους θα περιοριστεί. Οι κυβερνήσεις των ανεπτυγμένων οικονομιών θα συνεχίσουν να ελπίζουν ότι οι επενδυτές θα συνεχίσουν να επενδύουν στα κρατικά ομόλογα. Όμως η ελπίδα αυτή δεν είναι βάσιμη αν λάβουμε υπόψη την οικονομική ιστορία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όπου ο λόγος Δημόσιο Χρέος/ΑΕΠ αυξήθηκε.
Αναμφίβολα επομένως η παρούσα κατάσταση δημιουργεί ευκαιρίες χρηματοδότησης της επένδυσης ενισχύοντας την post-COVID-19 ανάκτηση. Όμως η χρηματοδότηση αυτή δεν σημάνει την απουσία προκλήσεων καθώς υπάρχει η πιθανότητα υποστήριξης μη κερδοφόρων επιχειρήσεων περιορίζοντας την παραγωγικότητα και τη διάχυση της τεχνολογίας. Παράλληλα οι επιχειρήσεις που θα δεχθούν επιστρεπτέα επιχορήγηση θα πρέπει να αποπληρώσουν σε βάθος χρόνου το χρέος τους αντί να επενδύουν στην έρευνα και την ανάπτυξη. Επιπρόσθετα αν ο πληθωρισμός αυξηθεί απρόσμενα τότε οι κεντρικές τράπεζες δεν θα έχουν άλλη επιλογή από το να αυξήσουν τα επιτόκια ώστε να χαλιναγωγήσουν την αύξηση των τιμών. Το σενάριο αυτό δεν είναι απίθανο καθώς σύμφωνα με την παραδοσιακή οικονομική θεωρία ο πληθωρισμός θα αναθερμανθεί όσο λαμβάνει χώρα η οικονομική ανάκτηση. Άλλωστε σύμφωνα με το κλασικό δόγμα υπάρχει μια παραδοσιακή σχέση μεταξύ ανεργίας και πληθωρισμού. Στο επίπεδο αυτό οι κυβερνήσεις θα αναγκαστούν να λάβουν μέτρα καθώς η εικόνα της οικονομίας αρχίσει να βελτιώνεται.
Όμως το σενάριο αυτό δεν είναι αναπόδραστο καθώς μετά την χρηματοοικονομική κρίση του 2008 η ανεργία και ο πληθωρισμός μοιάζουν να συγχρονίζονται (βλ. παρακάτω γράφημα). Με τα επιτόκια να παραμένουν σε εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο δεν είναι απίθανο να έχουμε μια παρόμοια εικόνα και κατά την post-COVID-19 περίοδο. Στο πλαίσιο αυτό η πιθανότητα οι ανεπτυγμένες οικονομίες να μετατραπούν σε ζόμπι είναι ένα εξαιρετικά πιθανό και δυσμενές σενάριο.